Μάθημα : Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ- ΚΕΙΜΕΝΑ Ν.Ε. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Κωδικός : 3701010497
-
Θεματικές Ενότητες
-
Το μαύρο κύμα
-
Και λίγη θεωρία Λογοτεχνίας
-
Το πιο γλυκό ψωμί
-
Τα πράγματα στρώνουν περισσότερο
-
Νέα Παιδαγωγική
-
Μανιτάρια στην πόλη
-
Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΥΜΗ, Ε. ΦΑΚΙΝΟΥ
-
Τα κόκκινα λουστρίνια, Ε. Μαρρά
-
Κωνσταντής, Λ. Ψαραύτη
-
Ο Κωνσταντής
-
Στρίγγλα και καλλονή
-
Λεώνη, Μ. Πυλιώτου
-
Λεώνη
-
O δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς, Μαρούλα Κλιάφα
-
Το μαύρο κύμα
Τα κόκκινα λουστρίνια, Ε. Μαρρά
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η «Το είχε βάλει….και παραμόνευε την ώρα»:Η αγορά του κόκκινου λουστρινιού και η κατασκευή των παπουτσιών.
2η «Η κόρη του δασκάλου….ποιος ξέρει..»: Η κόρη του δασκάλου.
3η «Την κρίσιμη μέρα…με το τραγούδι»: Η προσφορά των παπουτσιών στην αδερφή.
ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Σύντομο αφήγημα, με γρήγορη εξέλιξη, όπου πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο, από τη ζωή του οποίου παρατηρούμε ένα σημαντικό γεγονός.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Κεντρικό θέμα αρχικά είναι ο αγνός, δειλός νεανικός έρωτας ενός μικρού παιδιού αλλά στη συνέχεια κυριαρχεί η δύναμη και η ζεστασιά της αδελφικής αγάπης που αποδεικνύεται πολύ πιο ισχυρή από οτιδήποτε άλλο.
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο αγνός νεανικός έρωτας, η ζεστασιά της αδελφικής αγάπης και γενικότερα η ανθρωπιά και η ευαισθησία.
ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΛΟΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΙΕΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ
Η δράση του κειμένου κινείται ανάμεσα σε δύο κύριους πόλους, οι οποίοι ασκούν ψυχολογική πίεση στον βιοπαλαιστή. Από τη μια είναι η αγάπη του για την κόρη του δασκάλου, που είναι όμορφη και την ερωτεύεται. Από την άλλη είναι η αγάπη για την αδερφή του που τώρα μόλις αναγνωρίζει την ύπαρξή της. Καθώς περιμένει να κοιμηθούν τα αδέρφια του, για πρώτη φορά την παρατηρεί. Του φαίνεται άχρωμη και άσχημη. Ως εδώ κυριαρχούσε ο έρωτας. Μόλις, όμως, παρατηρεί τα μάτια της συνειδητοποιεί ότι η φτώχεια και η πολυκαιρία των ρούχων της τα κάνει ξεθωριασμένα. Τα γυμνά της πόδια κάνουν τη ζυγαριά της αγάπης να γείρει προς την αδερφή. Για την κόρη του δασκάλου, τα παπούτσια δεν είναι ένα τόσο φοβερό δώρο. Για την αδερφή του όμως θα είναι θείο δώρο. Η ζυγαριά έχει γείρει. Το οικογενειακό καθήκον και η αδερφική αγάπη βαραίνουν περισσότερο μέσα του. Έτσι κατακτά την ωριμότητα.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ
Εργατικός, δραστήριος φιλότιμος, έντιμος και ικανός διαπραγματευτής. Αγαπά τη δουλειά του κι αυτό φαίνεται όταν τραγουδάει μαντινάδες και τραγούδια, ενώ δουλεύει. Είναι υπεύθυνος και γι’ αυτό τον εμπιστεύεται το αφεντικό του. Βοηθάει τη μητέρα του στις εργασίες και τη σέβεται. Δεν θέλει να κάνει κάτι χωρίς να την ενημερώσει και να συζητήσει μαζί της. Είναι αγνός και αθώος. Αν και είναι ερωτευμένος, παραμένει ντροπαλός και συνεσταλμένος και γι΄ αυτό δεν έχει το θάρρος να μιλήσει στο κορίτσι. Είναι αρκετά ώριμος για να καταλάβει τις ανάγκες της αδερφής του, την οποία αγαπά και συμπονά. Βλέπουμε ότι σταδιακά αρχίζει να ξεπερνά την παιδική ηλικία και να ωριμάζει (Για την κόρη του δασκάλου τα παπούτσια δεν είναι ένα τόσο φοβερό δώρο. Για την αδερφή του όμως θα είναι θείο δώρο).
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΣΕ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ
Η αδερφή του πρωταγωνιστή είναι ένα πλάσμα κουρασμένο (καταπονημένο), χωρίς την ομορφιά και τη χάρη της κόρης του δασκάλου. Τα μαλλιά της είναι δεμένα και τα ρούχα της φθαρμένα και ξεθωριασμένα Είναι μετρημένη και αμίλητη, περπατά σκυφτή, σιωπηλή και αφανής. Έτσι ήταν η εικόνα όλων των κοριτσιών της κατώτερης οικονομικά και κοινωνικά τάξης. Η άλλη είναι όμορφη, καλοντυμένη και περπατά καμαρωτή, έχοντας επίγνωση της ανώτερης κοινωνικής της θέσης. Η αδερφή του δεν έχει λάβει ποτέ δώρα, όπως η κόρη του δασκάλου. Η ζωή της είναι γεμάτη φτώχεια και χωρίς χαρές. Τα πόδια της είναι γυμνά καθώς φορά εξώφτερνα παπούτσια. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με την άλλη. Ο πρωταγωνιστής, όταν τα συνειδητοποιεί αυτά, ξεχνά τον αρχικό σκοπό του.
Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ
Ο συγγραφέας περιγράφει γλαφυρά την αντίδραση της αδερφής, όταν έλαβε τα παπούτσια. Με πολλές μεταφορές (χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια…κ.α.) δίνει την ένταση της χαράς της. Τα γοβάκια είχαν μαγική δύναμη. Έγιναν πηγή ευτυχίας, αισιοδοξίας, γέλιου και έδωσαν χρώμα στην ως τότε άχρωμη και ξεθωριασμένη εμφάνιση αλλά και ζωή της αδερφής του πρωταγωνιστή.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Α) ΕΝΔΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (ο χρόνος που διαρκούν τα γεγονότα)
Είναι μερικές εβδομάδες ή και μήνες, ώσπου ο ήρωας να αγοράσει το δέρμα και να κατασκευάσει τη λουστρίνια.
Β) ΕΞΩΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ (σε ποια εποχή συνέβησαν όσα αναφέρει το διήγημα)
Δεν τον γνωρίζουμε. Τα γεγονότα συνέβησαν στο παρελθόν, ίσως στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο δάσκαλος ήταν αυθεντία και τα παιδιά εργάζονταν από νωρίς για να βοηθήσουν την οικογένειά τους.
In media res: H φράση σημαίνει στη μέση των πραγμάτων. Σ’ αυτή την αφηγηματική τεχνική η ιστορία ξεκινά από το μέσο, και στη συνέχεια δίνεται με αναδρομική αφήγηση ό,τι έχει προηγηθεί. Έτσι προσελκύεται περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. H ιστορία μας ξεκινάει από τη μέση (δηλαδή δε μας αφηγείται από την αρχή τη συμπάθεια του νεαρού για την κόρη του δασκάλου, έπειτα ότι πήρε την απόφαση να της κάνει ένα δώρο για να τον προσέξει κτλ).
Αναδρομική αφήγηση: Αναδρομικά αναφέρεται το κόκκινο λουστρίνι, πώς αποκτήθηκε, πώς βρέθηκε το σχέδιο και πώς κατασκευάστηκαν τα παπούτσια. Με αναδρομική αφήγηση παρουσιάζεται η κόρη του δασκάλου και όταν ο νεαρός βρίσκεται στο σπίτι του με τα γοβάκια ολοκληρωμένα. Προλήψεις υπάρχουν στα εξής σημεία: Θα της έφτιαχνε, θα περίμενε, θα πήγαινε, θα τα ΄δινε, θα πηδούσε, δεν γινόταν να ΄χει ξαναβάλει, θα χαιρότανε, θα τον συμπάθαγε.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ
Το διήγημα ξεκινάει απότομα από τη μέση της ιστορίας in media res και στη συνέχεια ενημερωνόμαστε για όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν. Όταν ξεκινάει η ιστορία δεν γνωρίζομε για ποιον μιλάει ο αφηγητής. Όσο προχωράει το διήγημα, οι πληροφορίες έρχονται σταδιακά και αποκαλύπτεται το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, ο χαρακτήρας του, η οικονομική του κατάσταση, ο λόγος για τον οποίο θέλει τα παπούτσια, κ.τ.λ.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Το διήγημα ξεκινά in media res, τη στιγμή που ο ήρωας συγκεντρώνει χρήματα να αγοράσει το κόκκινο λουστρινένιο δέρμα για τα παπούτσια. Με αναδρομές στο παρελθόν, αναφέρεται ο χρόνος που το είχε δει και είχε σκεφτεί πως ήταν κατάλληλο για τα παπούτσια του κοριτσιού, η αγορά του δέρματος, η αναζήτηση του σχεδίου, η κατασκευή των παπουτσιών και η γνωριμία με την κόρη του δασκάλου. Μετά τη σύλληψη του σχεδίου για τα γοβάκια, ακολουθούν προλήψεις («θα της έφτιαχνε, θα περίμενε, θα πήγαινε, θα τα ‘δινε, θα πηδούσε, θα χαιρότανε θα τον συμπάθαγε..»). Από την κρίσιμη μέρα που θα μιλήσει στη μητέρα του, ο χρόνος κυλάει γραμμικά.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Είναι τριτοπρόσωπος, παντογνώστης και με τη φωνή του επικαλύπτει τις φωνές των άλλων ηρώων. Δεν συμμετέχει στη δράση. Απλώς παρακολουθεί και μεταφέρει όσα συμβαίνουν στον αναγνώστη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Αφήγηση του τριτοπρόσωπου αφηγητή και περιγραφές που και πάλι δίνονται από τον αφηγητή (του λουστρινιού, της αδερφής κ.τ.λ.). Απουσιάζει τελείως ο διάλογος.
ΓΛΩΣΣΑ
Είναι απλή δημοτική, λιτή και με πολλές καθημερινές εκφράσεις (το είχε βάλει στο μάτι, είχε κάνει κουμάντο κ.λ.π). Επίσης, υπάρχει ειδικό λεξιλόγιο με λέξεις σχετικές με το επάγγελμα του τσαγκάρη (κοπίδι, καλαπόδι κ.α.).
ΥΦΟΣ
Είναι απλό, λιτό, συγκινητικό και διδακτικό.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Μεταφορές (ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του), επαναλήψεις (σκιά…σκιές…σκιά..), υπερβολή (που όμοιά τους δεν φορέθηκαν ποτέ), εικόνες (οπτικές, απτικές δηλαδή αφής, κινητικές, οπτικοακουστικές).
ΤΟΠΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Εναλλάσσονται σε ανοιχτό (η αγορά δέρματος, το σεργιάνι της κόρης του δασκάλου) και κλειστό (το σπίτι,το τσαγκαράδικο, το σπίτι του δασκάλου).
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ TΣΑΓΚΑΡΗ
Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Παλαιότερα όμως ο τσαγκάρης κατασκεύαζε τα παπούτσια. Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Τα παπούτσια ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιανε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.
Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του. Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.
Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.
Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια. Πολλοί τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση. Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΠΟΥΝ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Παγωτατζής , γανωτής ή γανωματής, λούστρος, πλανόδιος μανάβης, νερουλάς, υαλοποιός, εφημεριδοπώλης, σαμαρτζής ή σαμαράς, αλμπάνης (από το τουρκικό nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής), βαρελάς , αγωγιάτης, ντελάλης, καλαθάς, γανωτής , ομπρελάς, καρεκλάς, ξυλοκόπος, ρετσινοσυλλέκτης, εργάτης σε καμίνι.