“ΕΛΕΝΗ” Ευριπίδη, στίχοι 1779-1812. 

Διάλογος Θεοκλύμενου - υπηρέτη : Ο Θεοκλύμενος καταλαβαίνει ότι τον έχουν ξεγελάσει και θυμωμένος με όλους ( με την Ελενη, τον Μενέλαο και την αδερφή του τη Θεονόη) σκέφτεται να δώσει εντολή να κυνηγήσουν το πλοίο με το ζευγάρι και να μαλώσει - ίσως και να σκοτώσει- την αδερφή του που δεν του είπε τίποτα. Ο υπηρέτης προσπαθεί να τον αποτρέψει με το επιχείρημα ότι αυτό ήταν το θέλημα των θεών. Ομως αυτό δεν σταματάει τον Θεοκλύμενο που επιπλέον θυμώνει και με τον υπηρετη που τολμάει να πάει κόντρα στο αφεντικό του, αυτός, ένας απλός υπηρέτης.  

Τεχνική : στιχομυθία ( έντονος διάλογος), γιατί ο Θεοκλύμενος βιάζεται να πιάσει το ζευγάρι και να τους τιμωρήσει , ενώ ο υπηρέτης απο την άλλη αγωνιά να τον μεταπείσει, ώστε να μην τους κυνηγήσει.  

Θεοκλύμενος ( χαρακτηρισμός ) : Παρόλο που τα επιχειρήματα του υπηρέτη είναι ηθικά σωστά, ο Θεοκλύμενος δεν πείθεται, γιατί είναι τυφλωμένος από τον εγωισμό του, από την αλαζονία της εξουσίας, και πιθανόν από το γεγονός ότι έχει ερωτευτεί την Ελένη, άρα δεν σκέφτεται καθαρά.  

Υπηρέτης (  χαρακτηρισμός)  : μιλάει συνετά, είναι ηθικός, αφού γνωρίζει το θεικό θέλημα και το υπενθυμίζει στο αφεντικό του και επιπλέον είναι και θαρραλέος και αλτρουιστής, διότι δεν υπολογίζει ότι μπορεί ο Θεοκλύμενος να τον σκοτώσει θεωρώντας ότι τον έχει προσβάλλει, αλλά αγωνίζεται να σώσει την Ελένη καί τον Μενέλαο. Δηλαδή είναι αξιοθαύμαστος, κι ας είναι ένας απλός υπηρέτης.  

Συναισθήματα θεατών : θαυμασμός προς τον υπηρέτη, απέχθεια προς τον Θεοκλύμενο, αγωνία πάλι για την τύχη της Ελένης και του Μενέλαου