Μάθημα : Δ2 Τάξη 25η Μαρτίου 1821 -Αγώνας για την ελευθερία
Κωδικός : 9380073129
9380073129 - ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΟΜΑΚΗ
Περιγραφή Μαθήματος

Παρουσιάζονται τα κυριότερα γεγονότα της Επανάστασης του 1821 μέσα από παρουσιάσεις ,video και κείμενα.
ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ e-me

«Το μυαλό σου και μια λύρα και του μπογιατζή ο κόπανος»
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας φοροεισπράκτορας των Τούρκων με το όνομα Κιουλάκ Βογιατζή. Αυτός γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα. Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες. Ο Κιουλάκ, όμως ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι, πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον έδιωχναν. Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση «Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος». Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από τον Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανό του.
«Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο» Οι ρίζες της παροιμίας βρίσκονται στην Τουρκοκρατία, και συγκεκριμένα στην περίοδο που ο Αλή Πασάς κυβερνούσε στα Γιάννενα. Ο δυσβάσταχτος φόρος που καλούνταν τότε να πληρώσουν οι ψαράδες της λίμνης ανερχόταν στο ένα γρόσι για κάθε οκά ψαριών και χελιών, και οι φοροφυγάδες τιμωρούνταν με κατάσχεση ολόκληρης της ψαριάς. Η φράση «φάτε μάτια ψάρια» αποδίδεται σε ψαρά που είδε τους κόπους μιας ολόκληρης νύχτας να πηγαίνουν χαμένοι, στα χέρια των φοροεισπρακτόρων του Αλή Πασά, ένα πρωί που βγήκε στη στεριά.
Τα λόγια του τραγουδιού είναι οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα του Ρήγα Φεραίου, «Ο Θούριος». Περιγράφει πόσο δύσκολη είναι η ζωή κάτω από τη σκλαβιά των Τούρκων. Αυτή η πικρή σκλαβιά ανάγκασε πολλούς να ζουν στα βουνά κάτω από δύσκολες συνθήκες. Όμως εκεί ζούσαν ελεύθεροι. Γι΄ αυτήν την πολυπόθητη ελευθερία τούς καλεί ο ποιητής να αγωνιστούν. Να πολεμήσουν έστω και για μία ώρα ελευθερίας. Εμείς σήμερα έχουμε αυτή την ελευθερία χάρη στους προγόνους μας. Ας τη διατηρήσουμε από οτιδήποτε μπορεί να «σκλαβώσει» το σώμα ή την ψυχή μας.
Το συγκεκριμένο ποίημα-τραγούδι το έγραψε ένας Κύπριος ιερέας, ο παπα-Σταύρος Παπαγαθαγγέλου. Οι Τούρκοι αποκαλούσαν «Ραγιάδες» τους Έλληνες υποτιμητικά, με την έννοια των σκλάβων. Με αυτούς τους στίχους παρακινεί να μη σκύβουμε το κεφάλι, ούτε να απογοητευόμαστε, αλλά όπως οι κάμποι και τα βουνά και τα ποτάμια είναι ελεύθερα, έτσι κι εμείς να λαχταράμε αυτή την ελευθερία. Αυτό το όνειρό τους «κοίμιζε» τον εφιάλτη της σκλαβιάς, αυτή η ελπίδα τους ξυπνούσε στο φως της μέρας, να δουν ελεύθερη πατρίδα! Οι περισσότεροι δεν πρόλαβαν να δουν ελεύθερη την Ελλάδα γιατί έδωσαν τη ζωή τους ώστε να τη ζήσουμε εμείς ελεύθερη και ελεύθεροι! Ας την κρατήσουμε όπως μας την έδωσαν και να την κάνουμε καλύτερη.
Της Λένως του Μπότσαρη
Τα ιστορικά δημοτικά τραγούδια αναφέρονται σε συγκεκριμένα ηρωικά πρόσωπα-πρότυπα, που με τις πράξεις τους συγκίνησαν και ενέπνευσαν το λαό. Βρισκόμαστε στα 1804. Η Λένω, η κόρη του Κίτσου Μπότσαρη, δεκαπέντε μόλις ετών, αποκλεισμένη από τους στρατιώτες του Αλή πασά σ' ένα μοναστήρι των Αγράφων, πολεμά γενναία εναντίον των Τούρκων μαζί με τους συμπατριώτες της τους Σουλιώτες. Ο αδελφός της σκοτώνεται. Συνεχίζει τον πόλεμο στο πλευρό του θείου της σε άλλο πεδίο τον αγώνα, κοντά στον Αχελώο ποταμό. Περικυκλώνεται όμως από τους εχθρούς και, για να μην πέσει στα χέρια τους, ρίχνεται στο ποτάμι και πνίγεται.
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Άρτα πέρασαν, τα Γιάννινα* τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφανές*,
σκλαβώθηκαν οι μαύρες*,
κι η Λένω δεν επέρασε,
δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν* πήρε δίπλα τα βουνά*,
δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ*
κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι*.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε,
μην έρχεστε σιμά μου*,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες*.
— Κόρη, για ρίξε τ' άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου. —
Τι λέτε, μωρ' παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια*;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ

Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ο αρχηγέτης της Επτανησιακής Σχολής, είναι μια από τις κορυφαίες πνευματικές φυσιογνωμίες του Νεώτερου Ελληνισμού. Τον Μάιο του 1823, σε μια περίοδο ιδιαίτερης έξαρσης της Ελληνικής Επανάστασης, έγραψε το εκτεταμένο ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερία», οι δύο πρώτες στροφές του οποίου, σε μουσική Νικολάου Μάντζαρου, αποτελούν τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 στη Ζάκυνθο, ως εξώγαμο τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού και της υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη. Σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και το 1808 έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, με τη συνοδεία του ιταλού δασκάλου του Ρώσση. Επτά χρόνια αργότερα πήρε το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Πάβιας, απ' όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής. Παράλληλα με τις σπουδές στη νομική, για την οποία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε, άρχισε να γράφει στίχους στην ιταλική γλώσσα, ενώ ήρθε σε επαφή με διαπρεπείς φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης της εποχής. Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια. Εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του αξιόλογα στιχουργήματα στα ελληνικά.
Το πρώτο εκτενές ελληνικό ποίημά του και πλέον γνωστό είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, απόσπασμα του οποίου καθιερώθηκε ως Εθνικός μας Ύμνος. Λίγο αργότερα, συνέθεσε το λυρικό ποίημα Εις τον θάνατο του Λορδ Μπάυρον και ακολούθησαν Η καταστροφή των Ψαρών, Η Φαρμακωμένη, Ο Λάμπρος, Εις Μοναχήν, Ο Κρητικός, Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, Ο Πορφύρας.
Στα τέλη του 1828 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα, συνεχίζοντας την ενασχόλησή του με την ποίηση σχεδόν απομονωμένος. Δεν έκανε ούτε ένα ταξίδι στην ελευθερωμένη Ελλάδα, γιατί, όπως υποστηρίζεται, «δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει στο εθνικό του φρόνημα αλλά μες το άγιο βήμα της ψυχής». Στις 3 Φεβρουαρίου του 1849 παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, διότι «με την ποίηση του διέγειρε τα αισθήματα του λαού στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία». Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1857 στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλες εγκεφαλικές συμφορήσεις. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1865 στη Ζάκυνθο και τοποθετήθηκαν αρχικώς σ' ένα μικρό μαυσωλείο στον τάφο του Κάλβου.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies
Ημερολόγιο
Ανακοινώσεις
Όλες...- - Δεν υπάρχουν ανακοινώσεις -

